- αφέψημα
- το (Α ἀφέψημα) [αφέψω]το προϊόν του βρασμού φυτικής ουσίας, το ζεστό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφέψημα — decoction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφέψημα — το, ατος το προϊόν του βρασμού κάποιας φυτικής ουσίας μέσα στο νερό, το ζεστό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφεψημάτων — ἀφέψημα decoction neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφεψήμασι — ἀφέψημα decoction neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφεψήμασιν — ἀφέψημα decoction neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφεψήματα — ἀφέψημα decoction neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφεψήματι — ἀφέψημα decoction neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφεψήματος — ἀφέψημα decoction neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τσάι — (θέα η σινική και θέα η ασαμική). Αειθαλή δενδρύλλια της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στο Θιβέτ και στο Aσάμ· καλλιεργείται για τα φύλλα του, που είναι πλούσια σε αρωματικές ουσίες, στο μεγαλύτερο μέρος των τροπικών και… … Dictionary of Greek
εναφέψω — ἐναφέψω (Α) 1. βράζω μέσα σε νερό βότανο ή άλλο φάρμακο, παρασκευάζω αφέψημα 2. μέσ. (για βότανα) λαμβάνομαι ως αφέψημα («μυρσίνης ἐναφεψημένος», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek